ὠσμένος

ὠσμένος
ὠθέω
thrust
perf part mp masc nom sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποσώνω — ωσα, ώθηκα, ωσμένος 1. τελειώνω, συμπληρώνω: Δε θέλησε ν αποσώσει την κουβέντα του. 2. εξαντλώ τελείως, καταναλώνω εντελώς: Δεν περίμενα ν αποσωθεί τόσο νωρίς το λάδι μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”